Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερήρισται — ἐρήρισται (Α) επικ. τ. γ’ εν. προσ. παθ. παρακμ. τού ρ. ερίζω* … Dictionary of Greek
ἐρήριστ' — ἐρήριστο , ἐρίζω strive plup ind mp 3rd sg ἐρήρισται , ἐρίζω strive perf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)